- απαραχωρητως
- ἀπαραχωρήτωςἀ-παραχωρήτωςне отступая, стойко
(διακεῖσθαι περί τινος Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διακεῖσθαι περί τινος Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπαραχωρήτως — ἀπαραχώρητος not giving ground adverbial ἀπαραχώρητος not giving ground masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)